Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τον διέκρινα

  • 1 μεταξύ

    1. επίρρ.
    1) между, посредине;

    μεταξύ Χίου και Μυτιλήνης — между Хиосом и Митиленой;

    μεταξύ της τρίτης και της τετάρτης πρωινής ώρας — или μεταξύ τρείς και τέσσερες το πρωΐ — между тремя и четырьмя часами утра;

    2) между, среди;

    τον διέκρινα μεταξύ των διαδηλωτών — я его заметил среди демонстрантов;

    § μεταξύ των άλλων — между прочим;

    μεταξύ ζωής και τάφου ( — или θανάτου) — между жизнью и смертью;

    μεταξύ σφύρας και άκμονος — между молотом и наковальней;

    μεταξύ δυό πυρών — между двух огней;

    μεταξύ φίλων — среди друзей;

    μεταξύ μας (σας, των, τους) — между нами (вами, ними);

    υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των — между ними большая разница;

    τρώγονται μεταξύ τους — они грызутся между собой;

    αυτό να μείνει μεταξύ μας, παρακαλώ — я прошу вас, чтобы это осталось между нами;

    διακανονίστηκαν ( — или ρυθμίστηκαν) οι μεταξύ μας διαφορές — наши разногласия урегулированы;

    μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον — погов, из двух зол выбирают меньшее;

    2. επίθ. άκλ. ;

    ο μεταξύ χρόνος — промежуток времени;

    3. (τό) εν τω μεταξύ — или σ' αυτό το μεταξύ — между тем, пока это происходило;

    στο μεταξύа) в промежутке (о времени); — б) между тем, тем временем

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεταξύ

  • 2 διακρίνω

    (αόρ. διέκρινα, παθ. αόρ. διακρίθηκα) μετ.
    1) различать, отличать, выделить; разграничивать, дифференцировать; 2) различать (зрением, слухом);

    διακρίν στο σκοτάδι — различать в темноте;

    μ1 αυτά τα γυαλιά δεν διακρίνω καθόλου — в этих очках я ничего не вижу;

    3) узнавать, распознавать;

    τον διακρίνω από το βάδισμα του — я узнаю его по походке;

    4) выделять, отличать;

    τον διακρίνει ευγένεια — он отличается благородством;

    1) — отличаться;

    выделяться;
    становиться известным;

    διακρίνομαι στην μάχη — отличаться в бою;

    2) отличаться вежливостью, быть деликатным, тактичным

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διακρίνω

См. также в других словарях:

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • διακρίνω — διέκρινα, διακρίθηκα, διακεκριμένος 1. αντιλαμβάνομαι τη διαφορά με το νου ή με τις αισθήσεις, ξεχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, αναγνωρίζω: Ο δάσκαλος τον διακρίνει από τους υπόλοιπους μαθητές. 2. χαρακτηρίζω: Η συμπεριφορά του διακρίνεται από πολύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»